μετοιωνίζομαι

μετοιωνίζομαι
μετοιωνίζομαι (Α)
μεταβάλλω οιωνό και τόν καθιστώ ευνοϊκό ή παρέχω πιο αίσιους οιωνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + οἰωνίζομαι «προμαντεύω κάτι παρατηρώντας τους οιωνούς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετοιωνίσασθε — μετοιωνίζομαι effect an auspicious change in aor imperat mp 2nd pl μετοιωνίζομαι effect an auspicious change in aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοιωνίσασθαι — μετοιωνίζομαι effect an auspicious change in aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”